οδοσκοπώ

οδοσκοπώ
ὁδοσκοπῶ, -έω (Μ)
(για ληστές) παρατηρώ τους δρόμους, ενεδρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -σκοπῶ (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ημερο-σκοπώ, καιρο-σκοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”